- ξημερώνω
- ξημέρωσα, ξημερώθηκα1. μένω άγρυπνος ως το πρωί: Ξημερώσαμε στο γάμο.2. απρόσ., ξημερώνει, φτάνει η ημέρα, έρχεται η αυγή, το πρωί, χαράζει, γλυκοχαράζει, φέγγει: Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει (όπου ανακατεύονται πολλοί, το αποτέλεσμα αργεί να έρθει).3. το μέσ., ξημερώνομαι με βρίσκει η αυγή: Ξημερωθήκαμε στην κορφή του βουνού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.